- εξαρτιέμαι
- εξαρτιέμαι, εξαρτήθηκα, εξαρτημένος βλ. πίν. 59——————Σημειώσεις:εξαρτιέμαι : κυρίως στον προφορικό και στο λογοτεχνικό λόγο.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκκρήμναμαι — ἐκκρήμναμαι (Α) κρεμιέμαι από κάπου, εξαρτιέμαι … Dictionary of Greek
εξαρτώμαι — εξαρτώμαι, εξαρτήθηκα, εξαρτημένος βλ. πίν. 61 (και ως απρόσ. εξαρτάται) και πρβλ. εξαρτιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαρτώ — εξάρτησα, εξαρτήθηκα, εξαρτημένος, μτβ. 1. κρεμώ κάτι από κάπου, αναρτώ. 2. μτφ., υπάγω κάτι στην εξουσία άλλου ή κάνω κάτι να είναι απαραίτητη συνέπεια άλλου, το συνδέω, το συσχετίζω: Εξαρτώ τη νίκη από το ηθικό μας. 3. το παθ. εξαρτώμαι και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)